- ἀραιάς
- ἀραιά̱ς , ἀραιόςthinfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀραιᾶς — ἀραιός thin fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραίας — ἀραί̱ᾱς , ἀραῖος prayed to fem acc pl ἀραί̱ᾱς , ἀραῖος prayed to fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατητός — ή, ό / πατητός, ή, όν, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. πατημένος, συμπιεσμένος, ζουληγμένος («πατητά σύκα») 2. το θηλ. ως ουσ. πατητή (ενν. βελονιά) τρόπος αραιάς ραφής, κατά τον οποίο η πλευρά ενός κομματιού υφάσματος τοποθετείται πάνω στην πλευρά άλλου… … Dictionary of Greek
αετορραφίδα — Ονομασία 50 ειδών ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, ιθαγενών της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φύλλα τους είναι πλατιά και ωοειδή και τα άνθη τους γαλάζια ή μοβ και σπανιότερα ροζ ή λευκά. Καλλιεργούνται … Dictionary of Greek